διάλος
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
διάλος
αρσενικό
άλλη μορφή του
διάολος
,
διάβολος
Εκφράσεις
α στο διάλο
!
→
και
δείτε
δείτε εκφράσεις με το
διάβολος
και
διάολος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.