διάθεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διάθεσις < διατίθημι
Ουσιαστικό
διάθεσις θηλυκό
- η τοποθέτηση σε σειρά, η τακτοποίηση πραγμάτων ή υποθέσεων
- (κατ’ επέκταση) ο προσδιορισμός των ατόμων στα οποία παραχωρεί κάποιος την περιουσία του μετά τον θάνατο
- η έκθεση πραγμάτων για πούλημα
- η σωματική και ψυχική κατάσταση, η διάθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.