δημοσιοποιημένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
δημοσιοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δημοσιοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δημοσιοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δημοσιοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.