δεσποτάτον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δεσποτάτον < δεσπότ(ης) + -άτον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα δεσποτᾶτον νέα ελληνικά: δεσποτάτο

Ουσιαστικό

δεσποτάτον ουδέτερο

Συγγενικά

  • δεσποτάτος

 και δείτε τη λέξη δεσπότης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.