δεν σηκώνω κεφάλι
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
δεν σηκώνω κεφάλι
- αφοσιώνομαι απόλυτα σε κάτι που είμαι αναγκασμένος να διεκπεραιώσω δουλικά (φράση που κατά πάσα πιθανότητα άρχισε να χρησιμποιείται σαν αντίθετη της μεσαιωνικής φράσης σηκώνω κεφάλι και κάνω κεφάλι, που σήμαινε επαναστατώ, εξεγείρομαι)
- στη δουλειά του δεν σηκώνει κεφάλι και είναι ο μόνος μάλιστα που δεν απεργεί ποτέ
- αφοσιώνομαι σε κάτι με δική μου επιλογή, αλλά τελώ υπό πίεση και δεν διασκεδάζω καθόλου
- στις εξετάσεις σοβαρεύομαι και δεν σηκώνω κεφάλι (από το διάβασμα)
- με βρίσκει η μία ατυχία μετά την άλλη στα οκονομικά ή στη συναισθηματική μου ζωή και δεν μπορώ να συνέλθω, να πάρω ανάσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.