δαμέ

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαμέ < λείπει η ετυμολογία

Κυπριακή διάλεκτος. Η λέξη προερχόμενη από την αρχαία ελληνική γλώσσα ετυμολογικά αναλύεται ως εξής: ὧδε με (αρχ.) δα = γη (δωρικός τύπος) + εμέ = γη->γα->δα γήπεδον=δάπεδον εδώ δα!=σε αυτό το κομμάτι γης. Στην Κύπρο χρησιμοποιείται ως : εδώ [1]

Σύνδεσμος

έπαιζαν μουσική δαμέ δίπλα σε μιαν αίθουσα, μέσα στη στοά
Τα άτομα ωστόσο που είχαν προκαλέσει την ένταση, επέστρεψαν στην αίθουσα και άρχισαν και πάλι να επιτίθενται στον πρόεδρο του ... λέγοντας ότι «τούτος δαμέ περιπαίζει σας»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.