δέκατος τρίτος

Νέα ελληνικά (el)

Αριθμητικό

δέκατος τρίτος αρσενικό, δέκατη τρίτη θηλυκό, δέκατο τρίτο ουδέτερο

  • το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο δεκατρία (13)

Εκφράσεις

  • δέκατος τρίτος μισθός: το επίδομα που παίρνουν οι εργαζόμενοι για τις γιορτές των Χριστουγέννων (το δώρο των Χριστουγέννων)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.