γραμματεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | γραμματεύω | |
| Παρατατικός | ἐγραμμάτευον | |
| Μέλλοντας | ||
| Αόριστος | ἐγραμμάτευσα | |
| Παρακείμενος | γεγραμμάτευκα | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- γραμματεύω < γραμματεύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.