γνάθιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γνάθιον < γνάθ(ος) + -ιον

Ουσιαστικό

γνάθιον ουδέτερο

  • (λόγιο, ανθρώπινο σώμα) σαγόνι
      11ος αιώνας Μιχαὴλ Ψελλός, Poemata Τοῦ ὑπερτίμου κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Ψελλοῦ πρὸς τὸν βασιλέα Μονομάχον, @catholiclibrary.org
    οἱ μήνιγγες μὲν κρόταφοι, οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ ἴλλοι, μέτωπον ἐπισκύνιον καὶ ἕρκος τε τὰ χείλη, γνάθια κατωσάγουνα, κόρρη ἡ παρειά τε. γυῖα τὰ μόριά εἰσιν, ἤγουν τὰ μέλη ὅλα. ἀσφάραγγος ὁ λάρυγξ τε, ἄσθμα ἡ ὑπερῴα.

  • γναθί (και νεοελληνικό ιδιωματικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.