γλυκύδακρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
γλυκύδακρυς, υς, υ
- που φέρνει δάκρυα γλυκά, όπως ο έρωτας, πιθανόν γενικά για δάκρυα που δεν είναι μόνον από πικρία, αλλά προκαλούνται από ανάμικτα συναισθήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.