γλυκόπικρων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γλυκόπικρων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γλυκόπικρος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γλυκόπικρος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γλυκόπικρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.