γκιογκιό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκιογκιό < γιογιό με … < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
_03.jpg.webp)
Πλαστικό γκιογκιό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɟoˈɟo/
Ουσιαστικό
γκιογκιό ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του γιογιό, καθοικάκι
- ※ ..να εκπαιδεύονται τα μωρά στη χρήση γκιογκιό (Αν ο Αδόλφος είχε φορέσει Πάμπερς…, TA NEA, 21 Αυγούστου 1999).
Μεταφράσεις
γκιογκιό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.