γκαντέμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκαντέμα < γκαντέμης
Ουσιαστικό
γκαντέμα θηλυκό
- η άτυχη, που την βρίσκουν αναποδιές, αλλά που συχνά γκαντεμιάζει και τους άλλους, τους φέρνει κακοτυχία
Μεταφράσεις
γκαντέμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.