γκέκας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκέκας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γκέκας αρσενικό

  • ράτσα σκύλου με μαύρο κι ανοιχτό καφέ κοντό τρίχωμα, ειδικευμένου στο κυνήγι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.