γιορτάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γιορτάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος γιορτάζω

Ρήμα

γιορτάζομαι (παρατ. γιορταζόταν, μέλλ. στ. και εξακ. θα γιορταστεί, θα γιορτάζεται, αορ. γιορτάστηκε, παρακ. έχει γιορταστεί)

  • που έχω γιορτή (στο γ πρόσωπο)
  • η μνήμη της Αγίας Αικατερίνης γιορτάζεται στις 26 Νοεμβρίου
  • ο Άγιος Δημήτρης γιορτάζεται στις 26 Οκτωβρίου
  • το Οχι γιορτάζεται στις 28 Οκτωβρίου
  • φέτος δεν γιορτάστηκε η επέτειος λόγω εθνικού πένθους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.