γιεν
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γιεν
<
(
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
円
(en) (=κύκλος)
χαρτονόμισμα των δέκα
γιεν
Ουσιαστικό
γιεν
ουδέτερο
άκλιτο
το νόμισμα της
Ιαπωνίας
Μεταφράσεις
γιεν
αγγλικά
:
yen
(en)
γαλλικά
:
yen
(fr)
ιαπωνικά
:
円
(ja)
(
en
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.