γηῶμα
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γηῶμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γηῶμα ουδέτερο
- (σπάνιο) το πρωινό γεύμα, ιδιάζουσα παρωχημένη γραφή του γιόμα ως μορφή του γεῦμα όπως στο Λεξικό του Βυζάντιου Σκαρλάτου[1]
- ※ (κυπριακά) Καλῶς μοὖρτεν τὸ μπούκκωμα· καλῶς μοὖρτεν τὸ γηῶμα.
- Μπούκκωμαν τρώω ἄνθρωπον τὸ γηώμαν [sic] τ' ἄλοόν του
- Καὶ μὲ ταὶς κοκκαλίστρας του φτάννουν με νὰ δειπνήσω
- (Γεώργιος Λουκάς, Φιλολογικαί επισκέψεις των εν τω βίω των νεώτερων κυπρίων μνημείων των αρχαίων: Μέρος Α΄. Μυθολογία των Κυπρίων. Μέρος Β΄ Έθνη, έθιμα και δοξασίαι αυτών, τόμος 1, 1874, σελ. 81 books.google και cyprusdigitallibrary.org.cy)
- ※ (κυπριακά) Καλῶς μοὖρτεν τὸ μπούκκωμα· καλῶς μοὖρτεν τὸ γηῶμα.
Αναφορές
- Βυζάντιος Σκαρλάτος, Λεξικόν της καθ' ἡμας ἑλληνικής διαλέκτου ... ὑπο Σ. Δ. του Βυζαντίου, 1835, σελ. 55 books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.