γεροκομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεροκομώ < (ελληνιστική κοινή) γηροκομέω

Ρήμα

γεροκομώ και γηροκομώ

  1. φροντίζω έναν ηλικιωμένο, συνήθως της οικογένειάς μου
    αν δεν κάνεις παιδιά, ποιος θα σε γεροκομήσει;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.