γεννοφάσκια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεννοφάσκια < γέννα + φασκιά

Ουσιαστικό

γεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • στην έκφραση από τα γεννοφάσκια μου (σου, του, κλπ): από τη βρεφική ηλικία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.