γαϊδουρόκομπος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαϊδουρόκομπος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γαϊδουρόκομπος αρσενικό

  1. είδος κόμπου
  2. (μεταφορικά) κάθε κόμπος που είναι δύσκολος ή είναι δύσκολο να λυθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.