γαϊδουρόκομπος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαϊδουρόκομπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γαϊδουρόκομπος αρσενικό
- είδος κόμπου
- (μεταφορικά) κάθε κόμπος που είναι δύσκολος ή είναι δύσκολο να λυθεί
Μεταφράσεις
γαϊδουρόκομπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.