γαργαλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαργαλιάρης οι γαργαλιάρηδες
      γενική του γαργαλιάρη των γαργαλιάρηδων
    αιτιατική τον γαργαλιάρη τους γαργαλιάρηδες
     κλητική γαργαλιάρη γαργαλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαργαλιάρης < γαργάλημα + -ιάρης

Ουσιαστικό

γαργαλιάρης αρσενικό (θηλυκό: γαργαλιάρα, ουδέτερο γαργαλιάρικο)

  • που γαργαλάει ή γαργαλιέται εύκολα

Σημειώσεις

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.