γήρυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
γήρυμα
<
γῆρυς
ή
γηρύω
Ουσιαστικό
γήρυμα
ουδέτερο
φωνή
,
λαλιά
,
φθόγγος
Συγγενικά
Γηρυών
-όνος και
Γηρυονεύς
-ῆος και
Γηρυόνης
-ου (ο τρισώματος γίγαντας)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.