βροτοστυγής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
βροτοστυγής
<
βροτός
+
στυγέω
Επίθετο
ὁ, ἡ
βροτοστυγής
,ές
που τον
μισούν
οι άνθρωποι, ανθρωπομίσητος, ο
μισητός
από όλους τους
θνητούς
, από όλους τους
ανθρώπους
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.