βρομιάρικο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈmɲa.ɾi.ko/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βρομιάρικο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βρομιάρης
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βρομιάρικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.