βραδιάτικο
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
βραδιάτικο
- (προφορικό) άλλη μορφή του βραδιάτικα
- ※ Τι πάθαν οι καμπάνες και σημαίνουν βραδιάτικο; (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βραδιάτικο
- (αρσενικό)αιτιατική ενικού του βραδιάτικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βραδιάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.