βουλκανιζατέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βουλκανιζατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vulcanisateur (μηχάνημα βουλκανισμού των ελαστικών)
Ουσιαστικό
βουλκανιζατέρ ουδέτερο άκλιτο
- συνεργείο που ασχολείται με την επιδιόρθωση και τοποθέτηση των ελαστικών οχημάτων, το οποίο είναι, συνήθως, και κατάστημα πώλησης, ζυγοστάθμισης και ευθυγράμμισής τους
Συγγενικά
- βουλκανιζατεράς
- βουλκανισμένος
- βουλκανισμός
Μεταφράσεις
βουλκανιζατέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.