βουλητικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βουλητικών
- γενική πληθυντικού του βουλητικός
- γενική πληθυντικού του βουλητική
- γενική πληθυντικού του βουλητικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.