βουλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουλίζω

Ρήμα

βουλίζομαι

  1. πέφτω, γκρεμίζομαι
    με τη πολύ βροχή βουλίστηκε ο μιτάτος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.