βογκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βογκίζω < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω (αλλά επικράτησε το γκ στο βογκίζω)

Ρήμα

βογκίζω

  1. βογκώ, βγάζω βαθύ στεναγμό, άναρθρη φωνή, πονάω
  2. γρινιάζω, διαμαρτύρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.