βεβαιότατων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βεβαιότατων

  1. γενική πληθυντικού του βεβαιότατος
  2. γενική πληθυντικού του βεβαιότατη
  3. γενική πληθυντικού του βεβαιότατο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.