βαρβαριστί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαρβαριστί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρβαριστί. Συγχρονικά αναλύεται σε βάρβαρος + -ιστί
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɾ.va.ɾiˈsti/
Μεταφράσεις
βαρβαριστί
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βαρβαριστί < βάρβαρ(ος) + -ιστί > βαρβαρίζω
Επίρρημα
βαρβαριστί
- με τον τρόπο των βαρβάρων
- (για γλώσσα) σε ξένη γλώσσα, βαρβαρική, μη ελληνική
Συγγενικά
- βαρβαρισμός
- και → δείτε τη λέξη βάρβαρος
Πηγές
- βαρβαριστί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.