βαρβαριστί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαρβαριστί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρβαριστί. Συγχρονικά αναλύεται σε βάρβαρος + -ιστί

Προφορά

ΔΦΑ : /vaɾ.va.ɾiˈsti/

Επίρρημα

βαρβαριστί

  1. (λόγιο) χρησιμοποιώντας μια ξένη (βαρβαρική) γλώσσα
  2. όπως κάνουν οι βάρβαροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βαρβαριστί < βάρβαρ(ος) + -ιστί > βαρβαρίζω

Επίρρημα

βαρβαριστί

  1. με τον τρόπο των βαρβάρων
  2. (για γλώσσα) σε ξένη γλώσσα, βαρβαρική, μη ελληνική

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.