βήσσαλον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βήσσαλον < ή από το λατινικό bessalis (μικρό τούβλο) ή από τα αρχ. ελληνικό βυσσός (πυθμένας), πιθανότερο το πρώτο

Ουσιαστικό

βήσσαλον και βήσαλο

  1. το βότσαλο
    ...με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα
  2. θραύσμα και από κεραμεικό, ή γενικά κάτι θρυμματισμένο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.