βάρδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βάρδα < (άμεσο δάνειο) βενετική varda < vardar, συγγενές με την ιταλική guardare
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάρ‐δα
Επιφώνημα
βάρδα
- (οικείο, προφορικό) πρόσεξε, πρόσεχε, φυλάξου
- ※ Σὲ χαϊδεύει, σὲ προσκυνᾶ, σοῦ κάνει τόπο νὰ περάσεις, ἀλλὰ βάρδα μὴν τὸν πειράξεις, μὴν τὸν τσιγκλίσεις, εἶναι τρομερὰ ἐκδικητικός. (Mήτσος Mυράτ, Ἡ ζωή μου, Ἀθήνα 1928)
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
βάρδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.