βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
- γενική επισήμανση της παρουσίας του αναγκαίου στοιχείου που απαιτείται για κάθε δραστηριότητα προκειμένου αυτή να ξεκινήσει.
- ειδικότερα λέγεται, αφενός προτρεπτικά. για έναρξη κάποιας εργασίας όταν υφίστανται τα μέσα, αφετέρου σκωπτικά, όταν αυτά δεν υπάρχουν ή δεν υπάρχει η απαραίτητη σύμπραξη
- για να βγει μια εκπομπή στον αέρα απαιτείται η σύμπραξη πολλών, δεν είναι βάλε αλεύρι, κάμε πίτα!
Μεταφράσεις
βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.