αὐτόπαις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτόπαις < αὐτός + παῖς

Ουσιαστικό

αὐτόπαις

  1. γνήσιο παιδί κάποιου (π.χ. του Δία), ή και με την έννοια "παιδί του ίδιου του Δία", το ίδιο του το παιδί
  2. ένα απλό παιδί, με την έννοια ότι είναι μόνο παιδί, όπως λέμε σήμερα "παιδί είναι, θα κάνει τα δικά του" ή όταν δεν θέλουμε να δείξουμε αυστηρότητα και αναφέρουμε σαν ελαφρυντικό την μικρή ηλικία κάποιου ή κάποιας για μια ενέργειά τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.