αὐτόκωπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτόκωπος | τὸ αὐτόκωπον | οἱ, αἱ αὐτόκωποι | τὰ αὐτόκωπα |
| Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοκώπου | τοῦ αὐτοκώπου | τῶν αὐτοκώπων | τῶν αὐτοκώπων |
| Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοκώπῳ | τῷ αὐτοκώπῳ | τοῖς, ταῖς αὐτοκώποις | τοῖς αὐτοκώποις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτόκωπον | τὸ αὐτόκωπον | τοὺς, τὰς αὐτοκώπους | τὰ αὐτόκωπα |
| Κλητική | αὐτόκωπε | αὐτόκωπον | αὐτόκωποι | αὐτόκωπα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοκώπω | |||
| Γενική-Δοτική | αὐτοκώποιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.