αὐτοσίδηρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτοσίδηρος τὸ αὐτοσίδηρον οἱ, αἱ αὐτοσίδηροι τὰ αὐτοσίδηρα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοσιδήρου τοῦ αὐτοσιδήρου τῶν αὐτοσιδήρων τῶν αὐτοσιδήρων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοσιδήρῳ τῷ αὐτοσιδήρῳ τοῖς, ταῖς αὐτοσιδήροις τοῖς αὐτοσιδήροις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτοσίδηρον τὸ αὐτοσίδηρον τοὺς, τὰς αὐτοσιδήρους τὰ αὐτοσίδηρα
Κλητική αὐτοσίδηρε αὐτοσίδηρον αὐτοσίδηροι αὐτοσίδηρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοσιδήρω
Γενική-Δοτική αὐτοσιδήροιν

Ετυμολογία

αὐτοσίδηρος < αὐτός + σίδηρος

Επίθετο

αὐτοσίδηρος,ος,ον

  1. από καθαρό σίδηρο, σιδερένιος εκατό τα εκατό
  2. ο πολύ σκληρός, ο γερός
    ἅμιλλα αὐτοσίδηρος (σαν φτιαγμένη από καθευατού σίδηρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.