αὐτοσίδηρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτοσίδηρος | τὸ αὐτοσίδηρον | οἱ, αἱ αὐτοσίδηροι | τὰ αὐτοσίδηρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοσιδήρου | τοῦ αὐτοσιδήρου | τῶν αὐτοσιδήρων | τῶν αὐτοσιδήρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοσιδήρῳ | τῷ αὐτοσιδήρῳ | τοῖς, ταῖς αὐτοσιδήροις | τοῖς αὐτοσιδήροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτοσίδηρον | τὸ αὐτοσίδηρον | τοὺς, τὰς αὐτοσιδήρους | τὰ αὐτοσίδηρα |
| Κλητική | αὐτοσίδηρε | αὐτοσίδηρον | αὐτοσίδηροι | αὐτοσίδηρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοσιδήρω | |||
| Γενική-Δοτική | αὐτοσιδήροιν | |||
Επίθετο
αὐτοσίδηρος,ος,ον
- από καθαρό σίδηρο, σιδερένιος εκατό τα εκατό
- ο πολύ σκληρός, ο γερός
- ἅμιλλα αὐτοσίδηρος (σαν φτιαγμένη από καθευατού σίδηρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.