αὐτήκοος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτήκοος τὸ αὐτήκοον οἱ, αἱ αὐτήκοοι τὰ αὐτήκοα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτηκόου τοῦ αὐτηκόου τῶν αὐτηκόων τῶν αὐτηκόων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτηκόῳ τῷ αὐτηκόῳ τοῖς, ταῖς αὐτηκόοις τοῖς αὐτηκόοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτήκοον τὸ αὐτήκοον τοὺς, τὰς αὐτηκόους τὰ αὐτήκοα
Κλητική αὐτήκοε αὐτήκοον αὐτήκοοι αὐτήκοα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτηκόω
Γενική-Δοτική αὐτηκόοιν

Ετυμολογία

αὐτήκοος < αὐτός + ἀκούω

Επίθετο

αὐτήκοος

  • ο αυτήκοος, που έχει ακούσει κάτι με τα ίδια του τα αυτιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.