αὐτάδελφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτάδελφος τὸ αὐτάδελφον οἱ, αἱ αὐτάδελφοι τὰ αὐτάδελφα
Γενική τοῦ, τῆς αὐταδέλφου τοῦ αὐταδέλφου τῶν αὐταδέλφων τῶν αὐταδέλφων
Δοτική τῷ, τῇ αὐταδέλφῳ τῷ αὐταδέλφῳ τοῖς, ταῖς αὐταδέλφοις τοῖς αὐταδέλφοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτάδελφον τὸ αὐτάδελφον τοὺς, τὰς αὐταδέλφους τὰ αὐτάδελφα
Κλητική αὐτάδελφε αὐτάδελφον αὐτάδελφοι αὐτάδελφα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐταδέλφω
Γενική-Δοτική αὐταδέλφοιν

Ετυμολογία

αὐτάδελφος < αὐτός + ἀδελφός

Επίθετο

αὐτάδελφος, -ος, -ον

  1. αδερφικός
    ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτάδελφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.