αὐτάγρετος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτάγρετος < αὐτός και ἀγρέω

Επίθετο

αὐτάγρετος,ος,ον

  1. αυτό που μπορεί να είναι προσωπική επιλογή, αποτέλεσμα προσωπικής βούλησης
    αὐτάγρετόν ἐστι (θέμα δικής σου επιλογής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.