αυτοαναιρούμενων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αυτοαναιρούμενων και αυτοαναιρουμένων
- γενική πληθυντικού του αυτοαναιρούμενος
- γενική πληθυντικού του αυτοαναιρούμενη και αυτοαναιρουμένη
- γενική πληθυντικού του αυτοαναιρούμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.