αυθαιρέτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυθαιρέτως < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

αυθαιρέτως

  • με αυθαίρετο τρόπο, χωρίς καμία άδεια ή υπακοή σε νόμους ή αρχές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.