ατομικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατομικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀτομικῶς < ἀτομικός
Πηγές
- ατομικώς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.