ασφαλτικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ασφαλτικών
- γενική πληθυντικού του ασφαλτικός
- γενική πληθυντικού του ασφαλτική
- γενική πληθυντικού του ασφαλτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.