αρρωστημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρρωστημένων

  1. γενική πληθυντικού του αρρωστημένος
  2. γενική πληθυντικού του αρρωστημένη
  3. γενική πληθυντικού του αρρωστημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.