αρπιστών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αρπιστών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του αρπίστας
  2. γενική πληθυντικού του αρπιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.