αργοξυπνώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.ksiˈpno/
Συγγενικά
- αργοξυπνημένος
- αργοξύπνητος
- → δείτε τις λέξεις αργός και ξυπνώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αργοξυπνάω - αργοξυπνώ | αργοξυπνούσα | θα αργοξυπνάω - αργοξυπνώ | να αργοξυπνάω - αργοξυπνώ | αργοξυπνώντας | |
| β' ενικ. | αργοξυπνάς | αργοξυπνούσες | θα αργοξυπνάς | να αργοξυπνάς | αργοξύπνα - αργοξύπναγε | |
| γ' ενικ. | αργοξυπνάει - αργοξυπνά | αργοξυπνούσε | θα αργοξυπνάει - αργοξυπνά | να αργοξυπνάει - αργοξυπνά | ||
| α' πληθ. | αργοξυπνάμε - αργοξυπνούμε | αργοξυπνούσαμε | θα αργοξυπνάμε - αργοξυπνούμε | να αργοξυπνάμε - αργοξυπνούμε | ||
| β' πληθ. | αργοξυπνάτε | αργοξυπνούσατε | θα αργοξυπνάτε | να αργοξυπνάτε | αργοξυπνάτε | |
| γ' πληθ. | αργοξυπνάν(ε) - αργοξυπνούν(ε) | αργοξυπνούσαν(ε) | θα αργοξυπνάν(ε) - αργοξυπνούν(ε) | να αργοξυπνάν(ε) - αργοξυπνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αργοξύπνησα | θα αργοξυπνήσω | να αργοξυπνήσω | αργοξυπνήσει | ||
| β' ενικ. | αργοξύπνησες | θα αργοξυπνήσεις | να αργοξυπνήσεις | αργοξύπνα - αργοξύπνησε | ||
| γ' ενικ. | αργοξύπνησε | θα αργοξυπνήσει | να αργοξυπνήσει | |||
| α' πληθ. | αργοξυπνήσαμε | θα αργοξυπνήσουμε | να αργοξυπνήσουμε | |||
| β' πληθ. | αργοξυπνήσατε | θα αργοξυπνήσετε | να αργοξυπνήσετε | αργοξυπνήστε | ||
| γ' πληθ. | αργοξύπνησαν αργοξυπνήσαν(ε) |
θα αργοξυπνήσουν(ε) | να αργοξυπνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αργοξυπνήσει | είχα αργοξυπνήσει | θα έχω αργοξυπνήσει | να έχω αργοξυπνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αργοξυπνήσει | είχες αργοξυπνήσει | θα έχεις αργοξυπνήσει | να έχεις αργοξυπνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αργοξυπνήσει | είχε αργοξυπνήσει | θα έχει αργοξυπνήσει | να έχει αργοξυπνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αργοξυπνήσει | είχαμε αργοξυπνήσει | θα έχουμε αργοξυπνήσει | να έχουμε αργοξυπνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αργοξυπνήσει | είχατε αργοξυπνήσει | θα έχετε αργοξυπνήσει | να έχετε αργοξυπνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αργοξυπνήσει | είχαν αργοξυπνήσει | θα έχουν αργοξυπνήσει | να έχουν αργοξυπνήσει |
| |
Μεταφράσεις
αργοξυπνώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.