αραχνοΰφαντο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αραχνοΰφαντο

  1. αιτιατική ενικού του αραχνοΰφαντος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αραχνοΰφαντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.