αποτινάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτινάζομαι | αποτιναζόμουν(α) | θα αποτινάζομαι | να αποτινάζομαι | ||
| β' ενικ. | αποτινάζεσαι | αποτιναζόσουν(α) | θα αποτινάζεσαι | να αποτινάζεσαι | (αποτινάζου) | |
| γ' ενικ. | αποτινάζεται | αποτιναζόταν(ε) | θα αποτινάζεται | να αποτινάζεται | ||
| α' πληθ. | αποτιναζόμαστε | αποτιναζόμαστε αποτιναζόμασταν |
θα αποτιναζόμαστε | να αποτιναζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποτινάζεστε | αποτιναζόσαστε αποτιναζόσασταν |
θα αποτινάζεστε | να αποτινάζεστε | (αποτινάζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποτινάζονται | αποτινάζονταν αποτιναζόντουσαν |
θα αποτινάζονται | να αποτινάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτινάχτηκα | θα αποτιναχτώ | να αποτιναχτώ | αποτιναχτεί | ||
| β' ενικ. | αποτινάχτηκες | θα αποτιναχτείς | να αποτιναχτείς | αποτινάξου | ||
| γ' ενικ. | αποτινάχτηκε | θα αποτιναχτεί | να αποτιναχτεί | |||
| α' πληθ. | αποτιναχτήκαμε | θα αποτιναχτούμε | να αποτιναχτούμε | |||
| β' πληθ. | αποτιναχτήκατε | θα αποτιναχτείτε | να αποτιναχτείτε | αποτιναχτείτε | ||
| γ' πληθ. | αποτινάχτηκαν αποτιναχτήκαν(ε) |
θα αποτιναχτούν(ε) | να αποτιναχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποτιναχτεί | είχα αποτιναχτεί | θα έχω αποτιναχτεί | να έχω αποτιναχτεί | αποτιναγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποτιναχτεί | είχες αποτιναχτεί | θα έχεις αποτιναχτεί | να έχεις αποτιναχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτιναχτεί | είχε αποτιναχτεί | θα έχει αποτιναχτεί | να έχει αποτιναχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτιναχτεί | είχαμε αποτιναχτεί | θα έχουμε αποτιναχτεί | να έχουμε αποτιναχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτιναχτεί | είχατε αποτιναχτεί | θα έχετε αποτιναχτεί | να έχετε αποτιναχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτιναχτεί | είχαν αποτιναχτεί | θα έχουν αποτιναχτεί | να έχουν αποτιναχτεί | ||
Μεταφράσεις
αποτινάζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.