αποταμιεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποταμιεύομαι | αποταμιευόμουν(α) | θα αποταμιεύομαι | να αποταμιεύομαι | ||
| β' ενικ. | αποταμιεύεσαι | αποταμιευόσουν(α) | θα αποταμιεύεσαι | να αποταμιεύεσαι | (αποταμιεύου) | |
| γ' ενικ. | αποταμιεύεται | αποταμιευόταν(ε) | θα αποταμιεύεται | να αποταμιεύεται | ||
| α' πληθ. | αποταμιευόμαστε | αποταμιευόμαστε αποταμιευόμασταν |
θα αποταμιευόμαστε | να αποταμιευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποταμιεύεστε | αποταμιευόσαστε αποταμιευόσασταν |
θα αποταμιεύεστε | να αποταμιεύεστε | (αποταμιεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αποταμιεύονται | αποταμιεύονταν αποταμιευόντουσαν |
θα αποταμιεύονται | να αποταμιεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποταμιεύτηκα | θα αποταμιευτώ | να αποταμιευτώ | αποταμιευτεί | ||
| β' ενικ. | αποταμιεύτηκες | θα αποταμιευτείς | να αποταμιευτείς | αποταμιεύσου | ||
| γ' ενικ. | αποταμιεύτηκε | θα αποταμιευτεί | να αποταμιευτεί | |||
| α' πληθ. | αποταμιευτήκαμε | θα αποταμιευτούμε | να αποταμιευτούμε | |||
| β' πληθ. | αποταμιευτήκατε | θα αποταμιευτείτε | να αποταμιευτείτε | αποταμιευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αποταμιεύτηκαν αποταμιευτήκαν(ε) |
θα αποταμιευτούν(ε) | να αποταμιευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποταμιευτεί | είχα αποταμιευτεί | θα έχω αποταμιευτεί | να έχω αποταμιευτεί | αποταμιευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποταμιευτεί | είχες αποταμιευτεί | θα έχεις αποταμιευτεί | να έχεις αποταμιευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποταμιευτεί | είχε αποταμιευτεί | θα έχει αποταμιευτεί | να έχει αποταμιευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποταμιευτεί | είχαμε αποταμιευτεί | θα έχουμε αποταμιευτεί | να έχουμε αποταμιευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποταμιευτεί | είχατε αποταμιευτεί | θα έχετε αποταμιευτεί | να έχετε αποταμιευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποταμιευτεί | είχαν αποταμιευτεί | θα έχουν αποταμιευτεί | να έχουν αποταμιευτεί | ||
Μεταφράσεις
αποταμιεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.